Русско-новогреческий словарь - морской
Перевод с русского языка морской на греческий
прил θαλάσσιος, θαλασσινός/ ναυτιλιακός, ναυτικός (связанный с мореплаванием):
~ климат τό θαλάσσιο κλίμα· ~ая вода τό θαλασσινό νερό· ~ие ванны τά θαλασσινά λουτρά· ~ое дно ὁ βυθός τῆς θάλασσας· ~ бриз ὁ μπάτης· ~ путь ὁ θαλάσσιος δρόμος· ~ое путешествие ἡ θαλασσοπορία· ~ берег ἡ παραλία, ἡ ἀκτή, ἡ ἀκρογιαλιἄ ~ порт τό λιμάνι· ~ флот ὁ στόλος, τό ναυτικό· ~ бой ἡ ναυμαχία· ~ая пехота οἱ πεζοναύτες· ~ офицер ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ· ~ое училище ἡ ναυτική σχολή, ἡ σχολή τῶν δοκίμων ~ое министерство τό ὑπουργεῖον τῶν ναυτικών ~ая игла зоол. ἡ κατουρλίδα, ἡ σακορ-ράφα· ~ая свинка зоол. ὁ χοιρόγρυλλος, τό ἰνδικόν χοιρίδιον ~ еж зоол. ὁ ἐχϊ-νος, ὁ ἀχινός· ~ая звезда зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας· ~ бинокль ἡ ναυτική διόπτρα· ◊ ~ая болезнь ἡ ναυτία· ~ волк разг ὁ θαλασσόλυκος.